Η γλώσσα είναι σύνολο σημείων – λέξεων, που, όταν διαπλέκονται λογικά (σύνταξη και γραμματική), μας βοηθούν να εκφράσουμε ποικίλα νοήματα, ικανοποιώντας σύνθετες επικοινωνιακές ανάγκες ( επιστημονικός λόγος, λογοτεχνική κριτική, ποίηση, κ.λ.π.). Πρόκειται για έναν από τους κώδικές επικοινωνίας των ανθρώπων, ένα σύστημα σημείων με το οποίο τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας αποστέλλουν και λαμβάνουν μηνύματα. Και όπως κάθε σύστημα σημείων, έτσι κι αυτό, επιβάλλει ένα μηχανισμό πραγμάτωσης της επικοινωνίας. Ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί με λέξεις και με νομούς, στους οποίους πειθαρχούν οι λέξεις. Ωστόσο πολλοί θεωρούν ότι οι σύγχρονοι νέοι δεν ακολουθούν το γλωσσικό μηχανισμό και τους νόμους του και ότι αυτή η απειθαρχία επηρεάζει δυσμενώς την πορεία της ίδιας μας της γλώσσας.
Τα φαινόμενα της γλωσσικής υποβάθμισης οφείλονται σε πολλούς και σημαντικούς παράγοντες. Αρχικά η ενοποίηση του γήινου χώρου, μέσω του εκμηδενισμού των αποστάσεων και της δημιουργίας ενός «πλανητικού χωριού», έχει διαμορφώσει ένα πλέγμα αλληλεπίδρασης των πολιτισμών που επηρεάζει και τη γλώσσα. Ειδικότερα η βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου σε συνδυασμό με την τεχνολογική ανάπτυξη φέρνουν διαρκώς τους λαούς σε επαφή με πολιτιστικές επιδράσεις του εξωτερικού. Παράλληλα, η τεχνολογική καθυστέρηση της χώρας μας, δημιουργεί στους χρήστες της μια διάθεση «θαυμασμού» προς τα επιτεύγματα άλλων χωρών, ο οποίος εκφράζεται και μέσα από τη γρήγορη και εύκολη εκμάθηση της ξένης ορολογίας. Αν σ’ αυτά προστεθεί και η τάση ξενομανίας και μιμητισμού, είναι προφανές το γιατί η ελληνική γλώσσα δεν είναι δυνατό να διαφύλαξη την καθαρότητα της.
Επιπλέον αιτίες της γλωσσικής ένδειας πρέπει να αναζητηθούν και στην υποβάθμιση ή και στην απουσία της γλωσσικής διδασκαλίας σε όλους τους κύκλους της εκπαίδευσης. Η γλωσσική κατάρτιση έχει υποβαθμιστεί γενικά. Οι στόχοι που θέτει το σύνολο της κοινωνίας στην εκπαίδευση είναι χρησιμοθηρικοί. Απομακρυνόμαστε κάθε μέρα και περισσότερο από τα ιδανικά της κλασικής παιδείας, για να επιτύχουμε την κατάκτηση γνώσεων και ικανοτήτων που θα μας επιτρέψουν να αντιμετωπίσουμε πρακτικά και άμεσα προβλήματα της ζωής. Με άλλα λόγια, προσπαθούμε να ενταχθούμε όσο πιο γρήγορα γίνεται στην τεχνοκρατούμενη εποχή μας, με συνέπεια να δίνεται προτεραιότητα στα θετικά κυρίως μαθήματα και να περιορίζεται η διδασκαλία των γλωσσικών μαθημάτων. Επιπλέον, ο θεσμός του ενός συγγράμματος, η έμφαση στην αποστήθιση και ο διδακτικός μονόλογος δεν συμβάλλει στη διέγερση της σκέψης και της κρίσης.
Εξάλλου, σημαντικά επηρεάζεται το γλωσσικό επίπεδο από την αποστροφή που νιώθει ο σημερινός νέος προς τη μελέτη της λογοτεχνίας. Μια σελίδα τυπωμένη με λέξεις είναι απωθητική. Προσελκύει πιο πολύ εικόνα είτε στην τηλεόραση είτε στα εικονογραφημένα περιοδικά. Είναι γενικότερο φαινόμενο της εποχής μας η υποχώρηση του λόγου έναντι της εικόνας. Αρχίζοντας από τις εικονογραφημένες ιστορίες με τον υποτυπώδη και κακό υπομνηματισμό, που είναι το πρώτο «ανάγνωσμα» των παιδιών, και προχωρώντας στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, διαπιστώνουμε εύκολα την κυριαρχία του οπτικού στοιχείου, που όχι μόνο εκτοπίζει το λόγο, αλλά τον εμποδίζει να εκδηλωθεί και να αναπτυχθεί. Η κυριαρχία της εικόνας εθίζει το πνεύμα να παρακολουθεί εναλλασσόμενες εικόνες και όχι να παράγει συνειρμούς που θα ζητήσουν τη λεκτική τους απόδοση.
Βέβαια η σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη εποχή απαιτεί τη γλωσσομάθεια και την πολυγλωσσία ώστε να εξασφαλιστεί η ύπαρξη και η ευημερία του σύγχρονου ανθρώπου στην οικουμενική κοινωνία.
Η ελληνική γλώσσα, παρά τη μακραίωνη και σημαντικότατη ιστορική παρουσία της, ανήκει στην κατηγορία των γλωσσών εκείνων που είναι «περιορισμένης εμβέλειας», δηλαδή κατατάσσεται στις γλώσσες εκείνες που ομιλούνται αποκλειστικά από συγκεκριμένη εθνική ομάδα. Αυτό το χαρακτηριστικό καθιστά αναγκαία τη γλωσσομάθεια, τη γνώση δηλαδή μιας από τις «ευρείας εμβέλειας» γλώσσες ως μέσο επικοινωνίας και στο ευρωπαϊκό και στο παγκόσμιο πλαίσιο κάτι που σαφώς μπορεί να επιφέρει πλήθος θετικών συνεπειών.
Ειδικότερα, εξαιτίας του χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας, ως οικονομίας μεσολαβητικής, βιομηχανικά υπανάπτυκτης, η γλωσσομάθεια αποτελεί απαραίτητο προσόν για την επαγγελματική αποκατάσταση και βιωσιμότητα των εργαζομένων. Πιο αναλυτικά, η ανάγκη σύγκλισης των οικονομικών μεγεθών της χώρας μετά αντίστοιχα ευρωπαϊκά, επιβάλλει τη γνώση των οικονομικών, τεχνολογικών, και πολιτικών εξελίξεων που καθορίζουν άμεσα και την πολιτική της χώρας μας. Άλλωστε σε μεγάλη κλίμακα οικονομικών δραστηριοτήτων, από την αντιπροσώπευση ξένων προϊόντων μέχρι την τουριστική βιομηχανία είναι απαραίτητη η χρήση ξένης γλώσσας για την ανάπτυξη.
Όπως αναφέρει ο Γ. Μπαμπινιώτης «κάθε γλώσσα είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα εθνική ταυτότητα, η έκφραση της σύγχρονης ύπαρξης και της ιστορικής αναδρομής κάθε λαού, δηλαδή η ταυτότητά του. Γι’ αυτό και η πιο ουσιαστική προσέγγιση ενός πολιτισμού, ενός λαού, μιας κοινωνίας, περνάει πάντα μέσα από τη γλώσσα. Τα γλωσσικά σύμβολα αποκαλύπτουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο, τη νοοτροπία, την ιστορία, τη σκέψη και τη στάση ενός λαού απέναντι στον κόσμο».
Εκτός αυτού, ο Γκαίτε υποστήριζε ότι «όποιος δεν ξέρει ξένες γλώσσες, δεν ξέρει τίποτα από τη δική του». Η γνώση μιας ξένης γλώσσας δεν μας αποκαλύπτει μόνο, από τις άμεσες πηγές, τους θησαυρούς της σοφίας ενός ξένου λαού, αλλά, αν προσέξουμε την ιδιοτυπία της ξένης γλώσσας και μελετήσουμε την εθνική της λογοτεχνία, μας φέρνει σε επαφή με τη σκέψη και την ιδιοφυΐα του λαού της και μας διευρύνει τον πεπερασμένο και πάντα περιορισμένο ορίζοντα της μητρικής γλώσσας. Μας μεταφέρει στη νοοτροπία ενός άλλου λαού, ώστε, με τη σύγκριση, να βιώσουμε καλύτερα την εθνική γλώσσα και την ιδιοτυπία του έθνους μας.
Τελικά, η σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη κοινωνία παρουσιάζει μεγάλες απαιτήσεις για τους σύγχρονους πολίτες, οι οποίοι ωθούνται στη γλωσσομάθεια, ώστε, να είναι αξιόμαχοι στην παγκοσμιοποιημένη εποχή. Βέβαια η γλωσσομάθεια που δεν συντελείται έπειτα απ’ τη σωστή εκμάθηση της μητρικής γλώσσας εγκυμονεί κινδύνους αλλοίωσης της γλώσσας, και οδηγεί στην απώλεια του εθνικού χαρακτήρα της.